- ενστομίζω
- (AM ἐνστομίζω) [ενστόμιος]τοποθετώ το χαλινάρι στο στόμα ζώου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνστόμισον — ἐνστομίζω putinto one s mouth aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενστόμιση — η [ενστομίζω] χαλίνωση ζώου … Dictionary of Greek
ενστόμισμα — το (AM ἐνστόμισμα) [ενστομίζω] ό,τι τοποθετείται στο στόμα, χαλινάρι … Dictionary of Greek